Ώρα να δουλέψουμε το Plan C για την Ελλάδα
Πριν από ενάμιση μήνα, κληθήκαμε να προσέλθουμε στις κάλπες για το δημοψήφισμα που έθεσε τη χώρα σε ένα άνευ προηγουμένου υπαρξιακό δίλημμα και προκάλεσε την ΕΕ με την πιθανότητα της κατάρρευσής της. Το ερώτημα που τέθηκε ήταν μια επιλογή ανάμεσα σε ένα Plan A -τη συνέχιση μίας προφανώς αποτυχημένης πολιτικής λιτότητας που έκανε τη χώρα να χάσει το 25% του ΑΕΠ της σε πέντε χρόνια– και ένα Plan B -ένα κακώς σχεδιασμένο Grexit, με απρόβλεπτες συνέπειες, που θα μπορούσε να σημάνει τον αιφνίδιο θάνατο της χώρας.
Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι στην Ελλάδα απαιτούνται σημαντικές μεταρρυθμίσεις και οι Έλληνες το γνωρίζουν αυτό καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Τα προβλήματα αυτά αφορούν -μεταξύ άλλων- τα μεγάλα υπάρχοντα νομοθετικά κενά, τη γεωγραφία της χώρας η οποία δημιουργεί τεράστιο κόστος συναλλαγής, ένα πολιτιστικό χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στις πόλεις και την ύπαιθρο, καθώς και τις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων στη χώρα.
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές είναι συστημικού χαρακτήρα, κάτι που κανένας πολιτικός στην Ελλάδα δεν φαίνεται να είναι σε θέση να κατανοήσει ή να διεκδικήσει. Η παλιά φρουρά που εξακολουθεί να κυβερνά την χώρα, παρά το γεγονός ότι έχει πλήρη επίγνωση της αποτυχίας της, εξακολουθεί να επιλέγει γρήγορες και επιφανειακές λύσεις που μετά βίας αγγίζουν τα αίτια αυτής της κρίσης.
Το ίδιο ισχύει και για τους Ευρωπαίους ηγέτες, οι οποίοι φαίνεται να είναι πιο εγκλωβισμένοι και περιορισμένοι από ποτέ στα εθνικά τους εγώ και την πολιτική τους πελατεία. Φαίνεται ότι δεν έχουν την ικανότητα, τόσο την ηθική όσο και την πνευματική, αλλά πάνω απ’ όλα το όραμα, να προασπίσουν το ανθρώπινο πρόσωπο της Ευρώπης καθώς αντιμετωπίζουν την κρίση.
Ένα εγχείρημα «ενότητας στην πολυμορφία» απειλείται από τις ξεπερασμένες, και σε μεγάλο βαθμό αδιαφανείς, δομές λήψης αποφάσεων που διέπουν τα οικονομικά του. Αυτό εξηγεί το ότι όλα αυτά τα χρόνια οι Ευρωπαίοι ηγέτες αντί για λύσεις δεν έχουν προσφέρει τίποτα περισσότερο από ένα αφήγημα που βασίζεται σε χείριστα στερεότυπα. Μία από τα πάνω προσέγγιση που βύθισε την Ελλάδα στην ύφεση και έκανε τους Έλληνες, ιδιαίτερα τους νέους, να αισθάνονται σαν χαμστεράκια σε κάποιου είδους άρρωστο κοινωνικοοικονομικό πείραμα.
Αυτή η κρίση δεν είχε ποτέ τον διαχειριστή της, εκθέτοντας τις ελλείψεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την απόσταση που χωρίζει την πραγματικότητα των πολιτικών της με εκείνη των πολιτών της. Αυτό δεν γίνεται εμφανές μόνο στον τρόπο που οι ηγέτες της χειρίζονται το θέμα της Ελλάδας, αλλά και άλλες προκλήσεις όπως η ΤΤΙΡ, η κλιματική αλλαγή και το μεταναστευτικό. Μια νέα πολιτική αρένα αναδύεται επομένως εντός της ΕΕ, η οποία δεν έχει καμία σχέση με τις παραδοσιακές ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές της αριστεράς ή της δεξιάς. Αυτή η νέα πολιτική αρένα αγωνίζεται να ισορροπήσει μεταξύ διαφορετικών προσεγγίσεων ως προς το πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις και το πώς σχεδιάζουμε το μέλλον μας.
Βάσει αυτού, γίνεται σαφές ότι εκτός από το Plan Α (μια πολιτικά ταπεινωτική και οικονομικά μη βιώσιμη συμφωνία) και το Plan Β (ο κίνδυνος ενός Grexit), η Ελλάδα βρίσκεται σε απόλυτη ανάγκη εξεύρεσης ενός Plan C. Δηλαδή, έναν οδικό χάρτη για μία πραγματική μετάβαση προς στα κοινά, στη βάση της ενεργοποίησης των πολιτών για τη συμμετοχική χαρτογράφηση και τη συλλογική διαχείριση των πόρων και των στοιχείων που επηρεάζουν αυτό που σήμερα δέχεται τη μεγαλύτερη επίθεση: την καθημερινή ζωή των ανθρώπων.
Η Ελλάδα χρειάζεται να καταβάλλει μία άνευ προηγουμένου προσπάθεια ώστε να ξεπεράσει μία άνευ προηγουμένου πρόκληση, εμπλέκοντας τους καλύτερους παίχτες που δρουν σε βασικούς κοινωνικούς τομείς όπως η υγεία, ο αγροδιατροφικός τομέας, η παιδεία και η κοινωνική πρόνοια μεταξύ άλλων. Εδώ που βρισκόμαστε, αυτό είναι απολύτως απαραίτητο προκειμένου να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή και να διερευνηθούν συστημικές λύσεις στις δύσκολες στιγμές που έρχονται.
Μερικές εντυπωσιακές πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών ήδη υλοποιούνται σε τοπικό επίπεδο, οι οποίες πειραματίζονται πάνω σε μία παράλληλη, αλληλέγγυα οικονομία και συμμετοχικά μοντέλα διακυβέρνησης. Καθημερινά, η κοινωνική κουζίνα “Ο Άλλος Άνθρωπος” παρέχει δωρεάν γεύματα σε εκατοντάδες Έλληνες που το έχουν ανάγκη, καθώς και χιλιάδες πρόσφυγες από τη Συρία και το Αφγανιστάν που βρίσκονται στην Αθήνα ή άλλες περιοχές της χώρας. Το Μητροπολιτικό Κοινωνικό Ιατρείο Ελληνικού, δίπλα στον παλιό αερολιμένα Αθηνών, παρέχει δωρεάν φάρμακα, εξετάσεις και προληπτικές θεραπείες σε ανασφάλιστους πολίτες. Και οι δύο αυτές πρωτοβουλίες δεν έχουν κάποια νομική μορφή ή τραπεζικούς λογαριασμούς, αλλά βασίζουν τη λειτουργία τους σε ένα νόμισμα που δεν επηρεάζεται από τα capital controls: την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά. Μιλώντας για νέους τρόπους συναλλαγής, ανταλλακτικά συστήματα έχουν αρχίσει να εμφανίζονται ως απάντηση στις κλειστές τράπεζες, ιδίως στις αγροτικές περιοχές.
Τεχνολογίες ανοιχτής πρόσβασης προάγουν αυτή την μετάβαση, όπως κάνουν πάντα με δράσεις για την προώθηση του δημόσιου διάλογου, την διάχυση της γνώσης, την πολιτική συμμετοχή και την λογοδοσία μεταξύ πολιτών και πολιτικών. Η Πολιτεία 2.0, μια πρωτοβουλία για την συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, που αναπτύσσει και εφαρμόζει πρωτοποριακές μεθόδους συμμετοχικού σχεδιασμού για ένα νέο Σύνταγμα, και το Vouliwatch, ένα ανεξάρτητο παρατηρητήριο της βουλής, είναι μόνο δύο από αυτές τις πρωτοβουλίες.
Με τέτοια πρωτότυπα να έχουν ξεκινήσει, δοκιμαστεί και να λειτουργούν σε διάφορα επίπεδα, η πρόκληση τώρα βρίσκεται στην κλιμάκωση και την επικοινωνία τους σε κάθε γειτονιά, χωριό και πόλη της χώρας. Το σημείο εκκίνησης θα πρέπει πιθανότατα να είναι οι τομείς τους οποίους μία πρόσφατη μελέτη της Endeavor Greece αναγνώρισε ως τους μοναδικούς που παραμένουν δυναμικοί και επιβιώνουν στην κρίση: τη γεωργία, την μεταποίηση προϊόντων και τις Τεχνολογίες Πληροφοριών και Επικοινωνιών (ΤΠΕ).
Ο τομέας των τροφίμων, ειδικότερα, μπορεί να δείξει το δρόμο, δεδομένου ότι αποτελεί ήδη αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτιστικού ιστού της χώρας. Με περίπου 13% του ελληνικού εργατικού δυναμικού να απασχολείται στη γεωργία (ο μέσος όρος της ΕΕ είναι μόλις πάνω από 5%), ένα προσεκτικά δομημένο σχέδιο για τη μετάβαση προς την αγροοικολογία μπορεί να γίνει ένας εξαιρετικά ισχυρός φορέας αλλαγής, δίνοντας ώθηση στη νέα οικονομία της Ελλάδας. Κοινοτικοί κήποι όπως η «Περ.Κα.», που βρίσκεται μέσα σε ένα εγκαταλελειμμένο στρατόπεδο στη Θεσσαλονίκη και ομότιμα δίκτυα όπως το Πελίτι, η μεγαλύτερη κοινότητα ανταλλαγής σπόρων στην Ευρώπη, δημιουργούν ήδη νέα παραδείγματα για το αγροδιατροφικό σύστημα.
Μόνο η νεολαία της Ελλάδας μπορεί να ηγηθεί αυτής της νέας διαδικασίας, η οποία κατέχει υψηλή ειδίκευση, είναι κοινωνικά δικτυωμένη και διεθνώς εκπαιδευμένη. Ένα μεγάλο κομμάτι της στρέφεται ξανά στη γη σε αναζήτηση διεξόδου από την ανεργία. Τα τελευταία χρόνια, αυτοί οι νέοι Έλληνες έχουν στερηθεί την πρόσβαση σε τραπεζικά δάνεια, ενώ άλλοι μετέφεραν 250 δισεκατομμύρια ευρώ εκτός χώρας. Εάν όλοι αυτοί οι νέοι συνδέονταν με θερμοκοιτίδες αγροδιατροφικών επιχειρήσεων, ευκαιρίες χρηματοδότησης και τεχνολογίες ανοικτής πρόσβασης, θα μπορούσαν να επιταχύνουν τη μετάβαση προς ένα ποιοτικό, φιλικό προς το κλίμα αγροδιατροφικό σύστημα, που συνδέει τις χρήσεις γης με την υγεία, την παιδεία, τον τουρισμό, την ενέργεια, τις μεταφορές και άλλες υπηρεσίες.
Φυσικά, κάτι τέτοιο θα απαιτούσε μεταρρυθμίσεις που παρακάμπτουν τα υπάρχοντα θεσμικά εμπόδια και το ξεπερασμένο νομοθετικό πλαίσιο στην Ελλάδα. Δυστυχώς, τα τελευταία πέντε χρόνια, οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν έχουν ποτέ τεθεί επί τάπητος από διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις, αλλά ούτε και τους πιστωτές τους.
Ο αγροδιατροφικός τομέας είναι μόνο ένας από τους λίγους τομείς που μπορούν να δημιουργήσουν σημαντικά κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη τα οποία είναι απαραίτητα για ένα περισσότερο ανθεκτικό μέλλον για τη χώρα. Επιπλέον, είναι πιθανόν ένας από τους πολύ λίγους τρόπους δημιουργίας θέσεων εργασίας για τους νέους, οι οποίοι μαστίζονται από ένα συγκλονιστικό ποσοστό ανεργίας 52,4 %, το υψηλότερο στην ΕΕ. Οι πολίτες έχουν ανάγκη από νέες επιλογές και νέοι δείκτες ανάπτυξης πρέπει να εξεταστούν για την ανοικοδόμηση της οικονομίας της χώρας. Αυτή η αλλαγή πρέπει να ξεκινήσει σε τοπικό επίπεδο, αξιοποιώντας τις δυνατότητες των προαναφερθεισών πρωτοβουλιών και πολλών άλλων που ενεργούν στη βάση.
Οι συνθήκες είναι ώριμες, καθώς οι δημοτικές εκλογές του 2014 έφεραν προσωπικό με φρέσκες ιδέες στην τοπική αυτοδιοίκηση. Οι πόλεις της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, που φιλοξενούν το μισό του πληθυσμού της χώρας, έλαβαν τα βραβεία Mayors Challenge και 100 Resilient Cities αντίστοιχα. Το καθένα από αυτά, τους διαθέτει προϋπολογισμό ενός εκατομμυρίου ευρώ για την διαβούλευση, υλοποίηση και κλιμάκωση στρατηγικών που προωθούν τη συμμετοχή των πολιτών και την αστική αναγέννηση. Μένει να δούμε αν τα εργαλεία και οι δυνατότητες που προσφέρονται από τις χρηματοδοτήσεις και τα δίκτυα αυτά θα χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά, και όχι μέσα από νοοτροπίες κακοδιαχείρισης και νεποτισμού του παρελθόντος.
Η πρόκληση είναι τεράστια και για τους πολίτες της υπόλοιπης Ευρώπης, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό παραπληροφορούνται από τους ανταποκριτές των συστημικών ΜΜΕ, οι οποίου καταφθάνουν στην Αθήνα με συγκεκριμένες εντολές από τους αρχισυντάκτες τους ώστε να καλύπτουν κυρίως ιστορίες τρόμου και εικόνες μιζέριας.
Ήρθε η ώρα, λοιπόν, να αλλάξει αυτή η ατζέντα της ντροπής. Και αντί να βλέπει την Ελλάδα ως αποδιοπομπαίο τράγο, η Ευρώπη να αδράξει αυτή τη μοναδική ευκαιρία και να επωφεληθεί από τις λύσεις που δημιουργεί η κοινωνία των πολιτών στη χώρα. Και πάλι, η νεολαία μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση του οράματος μιας ενωμένης Ευρώπης, παρά τα παιχνίδια δύναμης που εξελίσσονται σε πολιτικό επίπεδο. Εξάλλου, είμαστε η πρώτη πραγματικά ευρωπαϊκή γενιά, όμως εμφανώς αποκλεισμένη από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων.
Προφανώς, η χώρα μας έχει μετατραπεί σε ένα πείραμα ασφυκτικής λιτότητας για ολόκληρη την Ευρώπη. Θα μπορούσε, όμως, να γίνει το πεδίο δοκιμής, οπτικοποίησης, προτυποποίησης και κλιμάκωσης ενός νέου οικονομικού μοντέλου. Το οποίο είναι απαλλαγμένο από κοινωνικούς αποκλεισμούς, είναι φιλικό προς το κλίμα και οικονομικά βιώσιμο.
Δεν είμαι σίγουρος αν το «Plan C» είναι το σωστό όνομα για τη διαδικασία αυτή. Είναι πολύ πιθανό ότι λαϊκιστές πολιτικοί στην Ελλάδα και την Ευρώπη μπορεί να κάνουν κατάχρηση του όρου, όπως έκαναν με τόσους άλλους. Αλλά η ουσία παραμένει: αυτό είναι ένα σχέδιο αλληλεγγύης, συνεργασίας και ανθεκτικότητας. Και είναι καιρός να ανοίξει αυτός ο διάλογος σε όλη την Ευρώπη, αν θέλει να παραμείνει μία Ένωση, και να διατηρήσει τον ηγετικό της ρόλο στον κόσμο.
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στα αγγλικά στο IPS News Agency και στα ελληνικά στο enallaktikos.gr