Τί δεν ζητούν οι αγρότες

Από την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1981, η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες που έχουν ωφεληθεί περισσότερο από την Κοινή Γεωργική Πολιτική (ΚΓΠ). Το γεγονός ότι είναι ένα από τα πρώτα 15 κράτη-μέλη της Ένωσης, δημιουργεί ένα ιστορικό προηγούμενο που επιτρέπει στην Ελλάδα να λαμβάνει έως και σήμερα μία από τις μεγαλύτερες ενισχύσεις ανά στρέμμα στην Ευρώπη. Παρόλα αυτά, μετά από 35 χρόνια, η χώρα ακόμη πορεύεται χωρίς συγκεκριμένο όραμα και στρατηγική για την ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα.

Photo: Menelaos Myrillas / SOOC

Photo: Menelaos Myrillas / SOOC

Εγκλωβισμένες σε συγκεκριμένα διαχρονικά συμφέροντα, οι ελληνικές κυβερνήσεις αποδίδουν τα τρία τέταρτα των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων απ’ ευθείας στους παραγωγούς. Απομένουν ψίχουλα για επενδύσεις σε υποδομές ανάπτυξης που αποτελούν προϋποθέσεις για την δημιουργία οικονομιών κλίμακας στην περιφέρεια.

Μιας και η ΚΓΠ είναι σχεδιασμένη για να εξυπηρετεί τις ανάγκες της μεγάλης κλίμακας βιομηχανικής γεωργίας στην Ευρώπη, το κύριο μέρος των χρημάτων καταλήγει σε μεγάλους γαιοκτήμονες. Αυτοί αποτελούν το 17% του συνολικού αριθμού των Ελλήνων αγροτών. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί η τάση των Ελλήνων πολιτικών να μεταχειρίζονται τα μέτρα της ΚΓΠ με πολιτική ιδιοτέλεια, στην ουσία “αγοράζοντας” ψήφους από τους συντηρητικούς και εν πολλοίς ξεχασμένους πληθυσμούς της ελληνικής υπαίθρου. Τα δύο αυτά στοιχεία μετέτρεψαν την ΚΓΠ στο τέλειο εργαλείο διαφθοράς στην ύπαιθρό μας, κάτι που είναι κομβικής σημασίας για την καλύτερη κατανόηση των συστημικών προβλημάτων του πρωτογενούς τομέα της χώρας.

Το επενδυτικό κενό όσον αφορά την ανάπτυξη της περιφέρειας είναι πολιτική επιλογή. Εδώ και δεκαετίες, η σχέση υπαίθρου-πόλης την Ελλάδα δεν είναι ούτε τίμια, ούτε διαφανής. Οι πληθυσμοί της ελληνικής υπαίθρου έχουν καταχωρηθεί στην συνείδηση της κοινωνίας αποκλειστικά ως αυτοί που πρέπει να ταΐσουν τους “πεινασμένους” πληθυσμούς των πόλεων, χωρίς να λαμβάνουν τίποτα. Με το ενδιαφέρον να είναι συνεχώς στραμμένο στην ανάπτυξη, τη λειτουργικότητα και τη συνοχή των πόλεων, τα χωριά μας στην ουσία ξεχάστηκαν. Ως αποτέλεσμα, εκτός από τα λίγα προγράμματα Leader, που κι αυτά εκπονούνται και υλοποιούνται όπως-όπως, ο αγροτικός τομέας έχει μείνει αρκετά πίσω όσον αφορά τον υγιή συνεταιρισμό, την σύνδεση με τις αγορές, τον τουρισμό, την υγειά, την παιδεία, τις μεταφορές και την διαχείριση των ανεφοδιαστικών αλυσίδων.

Πέρα από τις λίγες ελπιδοφόρες προσπάθειες μερικών νέων ανθρώπων της υπαίθρου, εξακολουθεί να μην υπάρχει δημόσια κατανόηση των νέων τάσεων στην αγορά και τη διανομή του ποιοτικού τροφίμου, αλλά και την ανθεκτικότητα των αγροτικών οικοσυστημάτων. Επιπλέον, η Ελλάδα εξακολουθεί να εισάγει το μεγαλύτερο μέρος των τροφίμων της, αν και έχει έναν από τους κατά κεφαλήν μεγαλύτερους αγροτικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη.

Η μοναξιά που υπάρχει στην ύπαιθρο, έχει οδηγήσει στην απόγνωση και το θυμό. Γι’ αυτό και οι κινητοποιήσεις των αγροτών έχουν καπελωθεί από τον εξτρεμισμό, ο οποίος όχι μόνο κρύβει τα πραγματικά προβλήματα κάτω από το χαλί, αλλά αποπροσανατολίζει την κοινωνία από την κατανόηση των διεθνών δυναμικών και των πραγματικών προβλημάτων που επιδρούν στον πρωτογενή τομέα.

Όσον αφορά τα αιτήματά των αγροτών, δεν υπάρχει ίχνος διεκδίκησης που να προδιαθέτει για έναν διάλογο που γίνεται με το βλέμμα στο μέλλον. Καθώς δεν υπάρχει ουσιαστική διαβούλευση, ο πρωτογενής τομέας είναι εγκλωβισμένος στους αέναους “μονολόγους” του Υπουργείου και των αγροτοσυνδικαλιστών, αγνοώντας παντελώς τα θέματα που θα έπρεπε να τεθούν στην πρώτη γραμμή των διεκδικήσεών του:

• Προστασία του δικαιώματος στην καθαρή και θρεπτική τροφή, για να μειωθούν τα υψηλά ποσοστά φτώχειας και πείνας στην Ελλάδα και τον κόσμο.

• Ένα δίκαιο πλαίσιο τιμών και κανόνων της αγοράς για τους παραγωγούς, ώστε να αποκοπεί η τάσεις εγκατάλειψης των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και να σταματήσουν οι αγροτικές περιοχές να “πεθαίνουν”.

• Μετάβαση από το “ελεύθερο” εμπόριο στο δίκαιο εμπόριο, σταματώντας τις αδιαφανείς συνομιλίες για την CETA (Εμπορική Συμφωνία Καναδά-Ευρώπης) και την TTIP (Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου & Επενδύσεων).

• Προώθηση βιώσιμων και ηθικών κριτηρίων καλής διαβίωσης των ζώων δίχως την κατάχρηση αντιβιοτικών, και τέλος στις βιομηχανικές κτηνοτροφικές μονάδες.

• Εξασφάλιση της επάρκειας σε υγιή και θρεπτικά τρόφιμα προσιτά σε όλους, τερματίζοντας το dumping των τιμών και εξαγωγών.

• Μετάβαση σε μία γεωργία που είναι φιλική προς το περιβάλλον και τη βιοποικιλότητα (κυρίως τους επικονιαστές και τις μέλισσες), σταματώντας τις επιδοτήσεις για τις μονοκαλλιέργειες.

• Ελευθερία στην διατήρηση και την διάθεση της ποικιλομορφίας των σπόρων, σταματώντας του Γενετικά Τροποποιημένους Οργανισμούς και τις ευρεσιτεχνίες στη ζωή.

• Δίκαιη πρόσβαση στη γη τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, τερματίζοντας την αρπαγή της από το κράτος και τους επενδυτές.

• Προώθηση μιας πιο οικολογικής, κλιματικά φιλικής και τοπικής γεωργίας, που αναζωογονεί τις οικονομίες της υπαίθρου και αποτρέπει την αποψίλωση των τροπικών δασών για την παραγωγή ζωοτροφών και φοινικέλαιου για τη βιομηχανία.

• Εξασφάλιση καθαρού πόσιμου νερού, αποτρέποντας τα αυξανόμενα επίπεδα  χρήσης νιτρικών αλάτων και φυτοφαρμάκων.

Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο The Press Project.