Κοινή Αγροτική Πολιτική: Τα υπέρ

Photo: CitroenAZU @Flickr

Στα 50 χρόνια ιστορίας της, η Κοινή Αγροτική Πολιτική κατέστησε την Ευρώπη αυτάρκη σε τρόφιμα, παρέχοντας ασφαλή προϊόντα για όλους -και σε προσιτές τιμές- σταθεροποιώντας ταυτόχρονα τις αγορές. Άρα, το μεταπολεμικό επίτευγμα της ΕΕ έχει σε γενικές γραμμές στεφθεί με επιτυχία, μιας και ο μέσος Ευρωπαίος απαιτεί ακριβώς αυτά: υψηλό επίπεδο διατροφικής ασφάλειας, καλή μεταχείριση των ζώων και την ελευθερία της επιλογής.

Πέρα από τους καταναλωτές, η Ευρώπη έπρεπε να προσέξει και τους αγρότες, μιας και αυτοί είναι εν τέλει οι διαχειριστές της υπαίθρου. Γι’ αυτό δημιούργησε ένα σύστημα παρεμβάσεων, ως αντιστάθμισμα στο ασταθές περιβάλλον της ελεύθερης αγοράς, όπου οι διακυμάνσεις στις τιμές μπορούν εν δυνάμει να εμποδίσουν τους αγρότες να ανταποκριθούν στην καταναλωτική ζήτηση. Στην ουσία, λοιπόν, η ΚΑΠ δημιούργησε μια μορφή προστατευτισμού που σκοπό είχε να προστατεύσει τους ευρωπαίους παραγωγούς από την εισροή φθηνότερων προϊόντων από τρίτες προς την ΕΕ χώρες. Αρχικά, αυτό έγινε αποκλειστικά μέσω επιδοτήσεων της αγροτικής παραγωγής. Τώρα πλέον, στην επιχορήγηση των αγροτών μέσω της εφάπαξ αγροτικής καταβολής, έχει προστεθεί και ένα σύστημα εισαγωγικών δασμών που αποτρέπει τις εισαγωγές προϊόντων. Επιπλέον, αν υπάρχει πλεόνασμα στην παραγωγή, η ΕΕ επεμβαίνει στην αγορά επιχορηγώντας και τις εξαγωγές συγκεκριμένων προϊόντων.

Κερδισμένοι από την ΚΑΠ, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, είναι και οι παραγωγοί. Μάλιστα, οι αγρότες των 15 παλαιότερων κρατών-μελών (μεταξύ τους και η Ελλάδα) επωφελούνται πολύ περισσότερο, σε σχέση με αυτούς στα νεότερα μέλη της ΕΕ. Σε εθνικό επίπεδο, η Γαλλία* λαμβάνει τη μερίδα του λέοντος, αφού απορροφά περίπου το 17% των συνολικών πληρωμών της ΚΑΠ. Ακολουθούν η Ισπανία (13%), η Γερμανία (12%), η Ιταλία (10,6%) και η Μεγάλη Βρετανία (7%). Η μέση ετήσια επιχορήγηση ανά αγρόκτημα είναι περίπου 12.200 ευρώ. Αλλά οι πληρωμές ανά στρέμμα κυμαίνονται από 211 ευρώ (στην Ελλάδα) ως μόνο 36 ευρώ (στη Λετονία), λόγω των μεταβατικών ρυθμίσεων για τα νέα κράτη-μέλη.

Οι υπέρμαχοι της ΚΑΠ υποστηρίζουν ότι εάν η Ευρώπη θέλει να διατηρήσει την πλούσια ποικιλομορφία των αγροτικών περιοχών της και να κρατήσει τους πληθυσμούς της υπαίθρου κοντά στη γη, πρέπει να συνεχίσει να επιχορηγεί τους αγρότες. Αυτό είναι σωστό, μιας και πολλοί μικροκτηματίες απασχολούνται για πολλές ώρες στην γεωργική εργασία καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Κερδίζοντας όμως λιγότερο από το μέσο εθνικό εισόδημα. Δίχως την ΚΑΠ, όλοι αυτοί οι αγρότες θα έβγαιναν εκτός παραγωγής, με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για  τη ζωή της υπαίθρου, το τοπίο, αλλά και τις εθνικές οικονομίες των κρατών-μελών.

Το ρίσκο είναι πραγματικά μεγάλο, μιας και κάθε έτος το 2% των αγροτών εγκαταλείπει τη γεωργία σε ολόκληρη την ΕΕ, με το ποσοστό να είναι μεγαλύτερο σε μερικές χώρες. Μεταξύ 1980 και 2003, ο αριθμός των αγροτών μειώθηκε στο μισό στα 15 παλαιότερα κράτη-μέλη της ΕΕ. Εν τω μεταξύ, η πλειοψηφία των αγροτών είναι πάνω από 50 ετών. Άρα, η ανάγκη οικονομικών κινήτρων για την προσέλκυση νέων ανθρώπων στην καλλιέργεια της γης είναι μάλλον υπαρκτή.

Η Copa-Cogeca, η ομοσπονδία των κεντρικών αγροτοσυνεταιριστικών οργανώσεων της Ευρώπης προειδοποιεί ότι η κατάργηση των επιδοτήσεων θα σήμαινε και τεράστια μείωση του αριθμού των αγροτών. Αυτό θα ενδυνάμωνε αφ’ ενός τη γεωργία σε ορισμένες μόνο περιοχές. Από την άλλη, όμως, θα οδηγούσε στη δημιουργία επιχειρηματικών συγκροτημάτων και σε ένα αμερικανικού τύπου συστήματος βιομηχανικής παραγωγής το οποίο θα είχε δραστικές συνέπειες στην ευρωπαϊκή ύπαιθρο.

Μέσα στα θετικά του σχεδιασμού της ΚΑΠ συγκαταλέγεται και η πρόβλεψη των μεταρρυθμίσεών της πολιτικής ανά 7 χρόνια. Μάλιστα, στην τρέχουσα αναθεωρητική διαδικασία, έχει για πρώτη φορά το Ευρωκοινοβούλιο το δικαίωμα της συναπόφασης. Γι’αυτό -και επιμένω σε αυτό- είναι πάρα πολύ σημαντικό να είμαστε ως πολίτες ενημερωμένοι για την κοινή πολιτική, μιας και αποτελεί το πιο σημαντικό νομοθέτημα της ΕΕ. Που επηρεάζει το παρόν και το μέλλον της διατροφής μας.

* Η Γαλλία έχει τη μεγαλύτερη γεωργική παραγωγή στην ΕΕ, αντιστοιχώντας περίπου στο 18% της συνολικής αγροτικής της παραγωγής. Ακολουθεί η Γερμανία, παράγοντας περίπου το 13,4% του συνόλου των γεωργικών προϊόντων της Ευρώπης.

Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο protagon.gr