Η μετάβαση προς τη νέα οικονομία
Η παγκόσμια οικονομία διανύει μία εποχή μετάβασης προς μία νέα, φιλική προς το κλίμα οικονομία, η οποία λειτουργεί και επιδρά στις ζωές των πολιτών σε διαφορετικά επίπεδα. Αν και απαραίτητη, η μετάβαση αυτή είναι εξαιρετικά αργή. Στα περισσότερα κράτη του κόσμου δεν υπάρχουν καν οι κατάλληλες νομοθεσίες για την αντιμετώπιση της μεγαλύτερης πρόκλησης της γενιάς μας. Ενώ μεγάλη εξακολουθεί να είναι η επιρροή που ασκούν οι ρυπογόνοι κολοσσοί της ενέργειας πάνω σε ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού συστήματος. Ωστόσο, ο διεθνής διάλογος για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο τα τελευταία χρόνια, όπως είναι εμφανές από τις χιλιάδες πρωτοβουλίες δράσης για το κλίμα σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η εξέλιξη της τεχνολογίας και η έλευση ενός νέου κύματος αειφόρου επιχειρηματικότητας από τη βάση, υπόσχονται ότι μπορούν να δημιουργήσουν τις λύσεις σε τοπικό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Μεταξύ άλλων, αυτές έχουν να κάνουν με την προώθηση της καθαρής ενέργειας, το “πρασίνισμα” των πόλεων και τα βιώσιμα συστήματα παραγωγής-κατανάλωσης τροφίμων. Παρόλα αυτά, ενώ πολλές λύσεις που προάγουν την κλιματική θωράκιση έχουν αρχίσει πλέον να γίνονται ορατές, είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν οι κατάλληλοι πόροι για την χρηματοδότησή τους. Το πρόβλημα είναι αρκετά σοβαρό, κυρίως όταν πρόκειται για δημόσιες επενδύσεις, μιας και οι εθνικές κυβερνήσεις καλούνται πλέον να λειτουργήσουν με αρκετά περιορισμένους προϋπολογισμούς.
Παρά το χρηματοδοτικό κενό στις πράσινες επενδύσεις, βρισκόμαστε σήμερα σε μια κρίσιμη καμπή. Από τη μία, οι κυβερνήσεις του κόσμου συνειδητοποιούν ολοένα και περισσότερο πως η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι προς το εθνικό τους συμφέρον και όχι απλώς μία δέσμευση για να «σωθεί ο πλανήτης». Τόσο στις αναπτυσσόμενες όσο και στις ανεπτυγμένες χώρες, έχουν ξεκινήσει εσωτερικές προσπάθειες για να εντοπιστούν και να αξιοποιηθούν στο βέλτιστο οι εθνικές δυνατότητες που θα τις επιτρέψουν να συμμετέχουν σε μία παγκόσμια προσπάθεια για το κλίμα. Από την άλλη, πολλές επιχειρήσεις συνειδητοποιούν πως η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι στην ουσία ο καλύτερος τρόπος για να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητά τους. Σίγουρα απαιτούν τα κατάλληλα μηνύματα από τους πολιτικούς, όμως δεν τους περιμένουν για να δράσουν. Κινούνται προς τα εμπρός κοιτώντας πέρα από την εταιρική κοινωνική ευθύνη τους, διότι η προσαρμοστικότητα στην κλιματική αλλαγή έχει για αυτές νόημα.
Σε πολιτικό επίπεδο, η προσαρμογή της οικονομίας στην κλιματική αλλαγή δεν περιορίζεται μόνο σε δράσεις που έχουν να κάνουν με τον ισολογισμό ενέργειας-τροφής-νερού. Πρωτίστως, σχετίζεται με τη δημιουργία θέσεων εργασίας σε νέους κλάδους που αναδύονται από την φιλική προς το κλίμα οικονομία. Για να το πετύχουν αυτό, οι κυβερνήσεις οφείλουν να εναρμονίσουν το πολιτικό και νομοθετικό τους πλαίσιο με τις απαραίτητες συστημικές παρεμβάσεις που απαιτούνται σε όλα τα επίπεδα για την προσαρμογή της οικονομίας.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο είναι καθοριστική η σημασία του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο μπορεί και οφείλει να συμβάλλει στην δημιουργία των συνθηκών που θα επιταχύνουν τη μετάβαση προς μία νέα, φιλική προς το κλίμα οικονομία. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δημιουργηθούν νέες οικονομικές ροές και χρηματοδοτικά εργαλεία για την πράσινη ανάπτυξη, με σκοπό την σταδιακή απεξάρτηση της οικονομίας από ρυπογόνους ενεργειακούς πόρους. Κάτι τέτοιο απαιτεί μία ολοκληρωμένη, συστημική προσέγγιση στη διαμόρφωση του χρηματοδοτικού πλαισίου της κάθε χώρας. Και σίγουρα απαιτεί μεταρρυθμίσεις και επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων στις δημόσιες πολιτικές που αφορούν την αντιμετώπιση των κινδύνων, τη διαφάνεια στον έλεγχο της βιομηχανίας και την αλλαγή της οικονομικής κουλτούρας της αγοράς.
Στις περισσότερες αναδυόμενες οικονομίες, ήδη εφαρμόζονται μέτρα που συνδέουν την κλιματική ασφάλεια με τη βιωσιμότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Στη Βραζιλία, για παράδειγμα, η ενσωμάτωση περιβαλλοντικών και κοινωνικών κριτηρίων στη διαχείριση κινδύνου θεωρείται καθοριστικής σημασίας για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας. Στα χρηματιστήρια της Νότιας Αφρικής και τη Σιγκαπούρης δημοσιεύονται οι περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιδόσεις της κάθε εταιρείας, ως παράγοντες που εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα και την αποτελεσματικότητα της αγοράς. Στον αντίποδα βρίσκονται, δυστυχώς, οι χώρες του ΟΟΣΑ, οι οποίες έχουν δείξει μικρότερη διάθεση ενσωμάτωσης της έννοιας της αειφορίας στον σχεδιασμό των οικονομικών τους συστημάτων. Φωτεινή εξαίρεση αποτελεί το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου η Τράπεζα της Αγγλίας ξεκίνησε για πρώτη φορά στην ιστορία μία διαδικασία προληπτικής αξιολόγησης, για να διερευνήσει το κατά πόσον η κλιματική αλλαγή συνιστά συστημικό κίνδυνο για συγκεκριμένους κλάδους του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Οι κυβερνήσεις του κόσμου κατέληξαν σε μία νέα συμφωνία για την κλιματική αλλαγή τον Δεκέμβριο, κατά τη διάρκεια της ετήσιας διάσκεψης του ΟΗΕ για το κλίμα στο Παρίσι. Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα ειδικότερα, και στην Ευρώπη γενικότερα, δε μπορεί να αποτελέσει άλλoθι για την μη ανάληψη δράσης για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Η κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος δίνει μια σημαντική ευκαιρία για την αναμόρφωσή του, ώστε να αναδειχθούν τα λάθη και οι παραλείψεις του και να στηθούν οι βάσεις για τη μετάβαση σε μία οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξείδιου του άνθρακα. Γι’ αυτό απαιτούνται φιλόδοξες και έξυπνες πολιτικές, τόσο σε εθνικό όσο και ευρωπαϊκό επίπεδο, που θα βοηθήσουν την αγορά να δημιουργήσει και να πολλαπλασιάσει λύσεις που προάγουν την κλιματική διασφάλιση. Η ευρωπαϊκή οικονομία μπορεί να βγει κερδισμένη από την τρέχουσα κρίση, εφόσον αυτή η μετάβαση προβλεφθεί μέσα από ισχυρές, μακροπρόθεσμες πολιτικές.
Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην HuffPost Greece.