Μανόλια, ωραία και αρχαία

Το 1703, ο βοτανολόγος Charles Plumer περιέγραψε ένα ανθόφυτο δέντρο στο νησί της Martinique. Το φυτό ήταν γνωστό στους ιθαγενείς του νησιού ως “talauma”, παρόλα αυτά ο Plumer του έδωσε το όνομα Magnolia spp., αφιερωμένο στον Pierre Magnol, καθηγητή Βοτανικής και Ιατρικής και διευθυντή του ξακουστού Βοτανικού Κήπου του Monpellier της Γαλλίας. Ένας άλλος ταξινομιστής, ο William Sherard, συνέχισε να χρησιμοποιεί αυτό το όνομα, το οποίο τελικά υιοθετήθηκε από τον πασίγνωστο Carolus Linnaeus, ο οποίος το κατέγραψε στο βιβλίο του Systema Naturae του 1735.

Photo: Mardi7au@Flickr

Photo: Mardi7au@Flickr

Οι Κινέζοι και οι Ιάπωνες καλλιεργούν τις μανόλιες από αρχαιοτάτων χρόνων, τις οποίες χρησιμοποιούσαν για θεραπευτικούς και καλλωπιστικούς σκοπούς. Στην Ευρώπη ήρθαν το 1688 από την βόρειο Αμερική. Από τις αρχές του 19ου αιώνα έως και τη δεκαετία του 1960, έγιναν το αντικείμενο εντατικών προγραμμάτων υβριδισμού και η επιλογή τους έδωσε πληθώρα υβριδίων που αντιστοιχούν σε καλύτερης ποιότητας καλλωπιστικά δέντρα. Δηλαδή με περισσότερα και πιο πολύχρωμα άνθη, τα οποία αναπτύσσονται αργότερα για να προστατεύονται από τους όψιμους παγετούς.

Κατά τη διάρκεια της Εποχής των Παγετώνων, πολλά αρχαία δάση της Ευρώπης καταστράφηκαν, όχι όμως και εκείνα της Ασίας ή της Αμερικής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τις μεγάλες κατανομές φυτών όπως οι μανόλιες, οι άγριοι πληθυσμοί των οποίων συναντώνται συνήθως στην Κίνα, την Ιαπωνία, τη Βόρεια και τη Νότια Αμερική. Όμως η ιστορία του συναρπαστικού αυτού γένους πηγαίνει πιο πίσω στον χρόνο.

Οι μανόλιες είναι ένα από τα αρχαιότερα αγγειόσπερμα φυτά, όπως φανερώνουν απολιθώματα που χρονολογούνται 36 – 58 εκατομμύρια χρόνια πριν. Όμως και η μορφολογία τους μαρτυρά πως αναπτύχθηκαν πολύ πριν τις μέλισσες και άλλα ιπτάμενα έντομα, γι’ αυτό και ανέπτυξαν άλλους μηχανισμούς προσέλκυσης επικονιαστών. Τα απλά άνθη τους δεν έχουν πέταλα και σέπαλα ενώ δεν παράγουν νέκταρ, αλλά εκκρύουν αρωματικές ζαχαρούχες ουσίες που προσελκύουν σκαθάρια. Η πιο εμφανής, όμως, ένδειξη της αρχαίας καταγωγής τους είναι η σπειροειδής διάταξη των ζωτικών μερών του άνθους, κυρίως των καρπόφυλλων (τα θηλυκά μέρη). Αυτά κατά την ωρίμανσή τους αναπτύσσουν ένα ξυλώδη, κωνικό άθροισμα ωοθυλακίων που φέρουν τους σπόρους. Η σχετικά ανθεκτική αυτή δομή πήρε εκατομμύρια χρόνια για να εξελιχθεί, ώστε να προστατεύονται οι πολύτιμοι σπόροι από τη φθορά, καθώς τα σκαθάρια σέρνουν τους καρπούς στα “αφιλόξενα” εδάφη των πρωτόγονων αυτών δασών.

Σήμερα, τα πανάρχαια αυτά είδη είναι πλέον πολύ δημοφιλή και κοσμοπολίτικα, στολίζοντας τους ομορφότερους κήπους στα εύκρατα κλίματα ολόκληρου του κόσμου. Οι κηπουροί τις λατρεύουν για το πελώριο ύψος τους, τα γυαλιστερά φύλλα και τα τεράστια άνθη τους.

Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο bostanistas.gr