Γράμμα από τη φυλακή

Στις φυλακές, τις πολύ βρώμικες φυλακές, στοιβάζονται άνθρωποι χωρίς χαρτιά, χωρίς ταυτότητα. Άνθρωποι μόνοι, που ήρθαν με βάρκες, με μνήμη, γνώση κι ελπίδα, αλλά χωρίς επιλογές.

Διαίρει και βασίλευε έχουμε γίνει σε αυτή τη χώρα, σε αυτή την ήπειρο. Μια γη που γέμισε με χαρά κόσμο και κοσμάκη, αλλά λίγο χαρά δεν έζησε.

Πώς θα γίνει; Πλησιάζει η ώρα και το παιδί πρέπει να μάθει τη μεγάλη πόλη μονάχο του. Πώς θα παλέψει σε αυτή τη ζούγκλα; Θα το προστατεύσει η αστυνομία;

Άλλη μία κρίσιμη εβδομάδα διαπραγμάτευσης.

Εδώ και 35 χρόνια, η Ελλάδα προσπαθεί στην Ευρώπη να παλέψει με την ανίατη ασθένειά της. Κλεισμένη πίσω από μια πόρτα, που έχει χερούλι μόνο απ´ έξω. Ένα άτομο με ειδικές ανάγκες στον κόσμο των τέλειων. Να αναρωτιέται, όσο μπορεί να δει πίσω από τα σπασμένα γυαλιά της, αν όλο αυτό είναι μια πλάκα.

Κουρασμένη, γέρνει πάνω στο τραπέζι και ακουμπά. Περιμένει την ώρα, όπως περιμένουν να αστράψουν οι λευκοί τοίχοι της στο καλοκαιρινό φως του πελάγους. Λευκοί, σαν την αξιοπρέπεια των ροζιασμένων χεριών που τους έβαψαν. Τα χέρια αυτά που χάνονται και ξεχνιούνται, γιατί τα νέα χέρια είναι γεμάτα τατουάζ και όχι ρόζους.

Ποτέ δεν είχε κάτι δικό της. Κλαίει. Δεν μπορεί τους τοίχους. Θέλει να γυρίσει στο χωριό της που λατρεύει, αλλά δεν έχει τα χρήματα για το εισητήριο. Την παίρνει ο ύπνος.

Τί θέλουν από εκείνη; Τί ζητούν; Δεν αντέχει άλλο. Δεν είναι κακοποιός. Είναι απεγνωσμένη. Ανησυχεί.

Κοιτάζοντας το παλιό εκεί, να σαπίζει στις σάρκες του. Κουτοπόνηρο και ασυνάρτητο, να εκδικείται το νέο. Να μην δέχεται την πραγματικότητα, να ψεύδεται, να χλευάζει και να απαιτεί. Να ζητά υστερικά να μιλήσει σε κάποιον υπεύθυνο. Να κάνει το δίκαιο να εκρήγνυται.

Από την άλλη, στην φυλακή μπορεί κανείς να εκτιμήσει την ελευθερία. Φτάνει να το θέλει…